πολύσωμα

πολύσωμα
το, Ν
βιολ. συνάθροιση ριβοσωμάτων στο αγγελιαφόρο RNΑ (mRNΑ) κατά την πρωτεϊνοσύνθεση, αλλ. πολυριβόσωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αρκοσόλιο — (arcosolium). Όρος που προέρχεται από τις λατινικές λέξεις arcus (= αψίδα) και solium (= θρόνος βασιλικός, κρεβάτι και αργότερα σαρκοφάγος). Το α. είναι υπόγειος ιδιωτικός τάφος των πρώτων χριστιανικών χρόνων, που η προέλευσή του ξεκινά από τα… …   Dictionary of Greek

  • πολυριβόσωμα — το, Ν βιολ. άλλη ονομασία για το πολύσωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”